Δύο ρολόγια
Με τον καιρό απέκτησε τη συνήθεια να φοράει δύο ρολόγια. Ένα στον αριστερό καρπό κι ένα στο δεξί. Όταν τον ρωτούσαν έλεγε: όταν ο χρόνος γλιστρά από το ένα χέρι, τον πιάνω με το άλλο.
είμαι ο ήρωας ενός μυθιστορήματος. ο αφανής ήρωας της ίδιας μου της ζωής.
Με τον καιρό απέκτησε τη συνήθεια να φοράει δύο ρολόγια. Ένα στον αριστερό καρπό κι ένα στο δεξί. Όταν τον ρωτούσαν έλεγε: όταν ο χρόνος γλιστρά από το ένα χέρι, τον πιάνω με το άλλο.
Είναι ένα παλιό uni-ball (vision micro waterproof/fade-proof). Εδώ και τουλάχιστον τέσσερις σελίδες έχει αρχίσει να χάνει τη ζωντάνια του. Θα τη βγάλει τη σελίδα; Χλωμό το βλέπω.
Δείτε τις να περνούν με τακτικότητα τις ώρες. Από ψηλά, σημαδεύω ένα ρολόι με την μπότα μου, με σκοπό να πετύχω έστω και μία στο κεφάλι. Ξυπόλητος σκοντάφτω στον πηγαιμό για την Ιθάκη.
Ένα ένα άδειασε τα ράφια της βιβλιοθήκης, την ξεσκόνισε και την μετέφερε στον απέναντι τοίχο. Ένα ένα τακτοποίησε πάλι τα βιβλία πίσω στα ράφια. Και να που τώρα είχε περισσότερο χώρο (στο πάτωμα).
Ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση, με πολύ κόσμο. Πηγαίναμε ακόμα σχολείο. Τα δύο αδέλφια είχαν γίνει το κρυφό αντικείμενο θαυμασμού όλων μας. Εμείς οι υπόλοιποι θέλαμε να μας δωθεί η ευκαιρία να διαβάσουμε μαζί τους, να παίξουμε μαζί τους, να μοιραστούμε στιγμές μαζί τους. Αυτό, όμως, δεν ήταν εύκολο. Δεν άφηναν πολλά περιθώρια για κοινωνική επαφή. Εκτελούσαν τα καθήκοντά τους με προσοχή και ακρίβεια, χωρίς καμία υπεροψία, και στη συνέχεια εξαφανίζονταν στο σπίτι τους. Ένα σπίτι γεμάτο γωνίες για να χαθείς. Ένα σπίτι που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο.
Ο Φορούσε είχε τα μάτια του δεμένα. Δεν ήταν σκόπιμο. Το αποτέλεσμα κάποιας άτυχης συγκυρίας τον έφερε σε αυτή τη μάλλον μειονεκτική θέση. Με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του, έπαψε να λαμβάνει καινούριες εικόνες, πέρα από εκείνες που είχε μαζέψει στο παρελθόν και που τώρα διαλύονταν σε ένα σύννεφο σκόνης.